- ἐπιστυγνάζω
- ἐπί-στυγνάζωto have a gloomypres subj act 1st sgἐπί-στυγνάζωto have a gloomypres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιστυγνάζω — ἐπιστυγνάζω (AM) στενοχωριέμαι για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στυγνάζω «ἐχω σκοτεινή όψη» (< στυγνός)] … Dictionary of Greek